- αφανιστικός
- -ή, -όκαταστρεπτικός, ολέθριος: Κοντά στα άλλα τη χώρα τη χτύπησε και σεισμός αφανιστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφανιστικός — ἀφανιστικός, ή, όν (AM) αυτός που προκαλεί εξαφάνιση ή αφανισμό, ο καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
ἀφανιστικός — destroyer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικά — ἀφανιστικός destroyer neut nom/voc/acc pl ἀφανιστικά̱ , ἀφανιστικός destroyer fem nom/voc/acc dual ἀφανιστικά̱ , ἀφανιστικός destroyer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικῶν — ἀφανιστικός destroyer fem gen pl ἀφανιστικός destroyer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικόν — ἀφανιστικός destroyer masc acc sg ἀφανιστικός destroyer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικαῖς — ἀφανιστικός destroyer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικαί — ἀφανιστικός destroyer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικοί — ἀφανιστικός destroyer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικούς — ἀφανιστικός destroyer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστικῆς — ἀφανιστικός destroyer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)